Προσωπικά δεδομένα …

Archive for the ‘Blogroll’ Category

25ον

Προσκύνησαν πια τα κλαδιά τη γης.
Μεγάλωσε όμως έτσι η σκιά, μην το υποτιμάς.
Κι εσύ βρήκες χώρο να αποτραβηχτείς.

Τα τζιτζίκια, όχι που δεν θα συνέχιζαν το τραγούδι τους.
Ακόμα και τώρα που σου γράφω, και ενώ ο ήλιος έχει ήδη πάει να φωτίσει άλλες πολιτείες, αυτά, τα τζιτζίκια, οι τέττιγες όπως τους έλεγαν παλιά, συνεχίζουν το τραγούδι τους.
Προφανώς ικανοποιημένα από την κατάσταση της στιγμής.
Της κάθε στιγμής.
Γιατί αυτήν ζουν. Δεν ξέρουν αν υπάρχει ή τι σημαίνει να υπάρχει και επομένη.

Οι δικές σου σκέψεις συνεχίζουν να παλινδρομούν.
Αδιαλείπτως
Όπως, έτσι μαθημένες, το κάνουν χρόνια τώρα.

Πότε ήταν που πάλευες με τα κύματα της καθημερινότητας, για το τι σου επιφυλάσσει το αγριεμένο αύριο;
Μπορούσες, μπορείς να ξεχάσεις ή να αγνοήσεις κάτι;
Πιο σωστά, έχεις το δικαίωμα;

Μόνον εκείνες τις στιγμές, -κάποιες ημέρες μπορεί αυτό να διαρκεί και ώρες- εκείνες τις στιγμές, που βυθισμένος μέσα στα γαλάζια νερά, θαρρείς και δραπετεύεις από τον χρόνο.

Όπως προχτές, -αλήθεια, τι έκπληξη ήταν αυτή,- καθώς το σώμα βυθιζόταν μέσα στο νερό, σπρωγμένο από τις επιθυμίες του περίγυρου, ένιωσες να χάνεις την επαφή με την αμέσως προηγούμενη κατάσταση.
Και δεν ήταν να φοβηθείς. Δεν υπήρχε λόγος να φοβηθείς κάτι.
Εντυπωσιάστηκες μόνον.
Εντυπωσιάστηκες από τη σιγή καθώς βυθίστηκες όλος, μέσα στο νερό.
Εντυπωσιάστηκες καθώς πρώτη φορά συνειδητοποίησες το πέρασμα.
Τη μετάβαση από τους θόρυβους και τους ήχους, στην απόλυτη σιωπή.
Αν ήταν και από το φως στο σκοτάδι, ίσως να ήταν μέχρι και τρομακτικό.

Τώρα όμως, είσαι μακριά από αυτά.
Καλύτερα; Μπορεί!
Χειρότερα; Μπορεί!
Αδιάφορα; Μπορεί!
Τώρα είσαι εδώ. Κρυμμένος πίσω από τα κλαδιά να ατενίζεις ή να θυμάσαι πως ατένιζες την απεραντοσύνη της.
Και να ταξιδεύεις, ή να θυμάσαι πως ταξίευες χωρίς σκοπό.
Ή, τουλάχιστον, χωρίς αυτός να είναι προφανής…

24ον

Είχες πει πως δεν θα ‘ρθεις.
Άλλωστε και εκείνος δεν σε περίμενε πια.
Το είχε πάρει απόφαση.

Σαν εκείνες τις αποφάσεις που παίρνουν οι άνθρωποι
καθώς σκύβουν το κεφάλι
υπήκοοι των όσων η μοίρα
έχει γράψει γι αυτούς.

Μα φυσικά είναι άλλο θέμα το αν έχει καμιά όρεξη
η μοίρα να κάθεται να γράφει,
να προγράφει πες καλύτερα
τις κινήσεις και την κατάληξη -κυρίως αυτήν-
του κάθε ενός…
(κάθε μιανού σκέφτηκε και γέλασε. Πάντα έβρισκε τρύπες η σκέψη
να ξεφεύγει από τη στοχοθεσία. Τώρα γέλαγε με το μιανού…)
Είναι όμως μια βολική λύση.
Αφού η ειμαρμένη έφα…

Είχες πει πως δεν θα έρθεις
αλλά ήρθες.

Και τώρα εκείνος, έκθαμβος και ενεός
καθισμένος στις άκρες της θάλασσας
ψάχνει να βρει αν χαίρεται
ή αν, στην πραγματικότητα λυπάται
γιατί είχε ήδη αποδεχτεί
όσα η μοίρα -ήθελε κατά βάθος να- είχε υπογράψει,
και τώρα εσύ, ο ερχομός σου δηλαδή, τα ανατρέπει.

Και δεν υπάρχει ένα δυνατό κύμα να τον καταπιεί…

Αλήθεια, γιατί ήρθες;

19ον

Έτσι είχε μάθει.
Να θρονιάζεται!
Άπλωνε το λιπόσαρκο κορμί του στην καρέκλα, φρόντιζε μάλιστα να επεκτείνει την επικράτειά του και παραδίπλα, όπου τέλος πάντων του ήταν δυνατόν, ή τον «έπαιρνε» να το κάνει, και έτσι, από αυτή τη στάση τήραγε -καθώς έλεγε- τον κόσμο γύρω του.

Δεν έφταιγε αυτός γι αυτό. Δεν έφταιγε μόνον αυτός δηλαδή.
Πρωτογιός στην οικογένεια, τον είχαν το μανάρι τους. Μάνα και αδελφές. Και ο πατέρας βέβαια. Και σύμπασα η λοιπή οικογένεια από κοντά.
Μη χάσουν.

Η μάνα είχε φροντίσει κιόλας να του πει πως, τότε που περίμενε να τον γεννήσει, παραμονές της γέννας, είχε δει στον ύπνο της έναν ήλιο να ανατέλλει. «Θα γεννήσεις αγόρι και θα γίνει άνθρωπος πολύ σημαντικός», της είχαν πει και κείνη κάθε που το αναθυμόταν και το διηγόνταν, δάκρυζε.

Αγόρι γέννησε, αλλά το σημαντικός δεν βγήκε. Δηλαδή δεν βγήκε για κανέναν άλλον, παρεκτός για τα δικά της μάτια!
Ποιας μάνας το παιδί και μάλιστα το πρωταγόρι δεν είναι το πιο σημαντικό;

Μπορεί όμως και όλα αυτά να τα είχε «σκαρφιστεί» το μυαλό της.
Ήταν βλέπεις και εκείνη η παράλληλη ιστορία που σερνόταν· ότι, λέει, όταν κατάλαβε πως είχε γκαστρωθεί ξανά, τρόμαξε και δεν το ήθελε, -πώς να αντέξει το τέταρτο παιδί, ύστερα από τρία κορίτσια που είχαν προηγηθεί και με τη φτώχεια, που τους έδερνε- και είχε προσπαθήσει να το ρίξει. Είχε πάρει και κάτι ματζούνια, της είχε κανει και μια μαμή μιαν ένεση με ιώδιο ή κάτι τέτοιο, για να αποβάλει.
Μα δεν απέβαλε· κι έμεινε με την αγωνία.
Κάθε ημέρα πέθαινε η ίδια της, μέχρι να γεννηθεί το παιδί και να το δει να φαίνεται τουλάχιστον φυσιολογικό, έλεγε, σε όσους γνώριζαν το μυστικό, μ´ ένα δάκρυ, αληθινό, να χαρακώνει, το μάγουλό της.

Ίσως γι αυτό έπλασε και την άλλη ιστορία, εκείνη με τον ήλιο και τα άλλα· όταν μάλιστα είδε πως ήταν και αγόρι…
Μάλλον γιαυτό.
Ποιος ξέρει.
Ποιος ξέρει και ποια ήταν η αλήθεια.
Ποιος ξέρει ποια αλήθεια ζει ο καθένας που περνάει δίπλα σου..

Και σένα πώς σου ήρθαν τώρα όλα αυτά;
Ε, να σούρθαν.
Καθώς είδες το πορτοκαλί του πλαστικού να καθρεφτίζεται στο διάφανο γαλάζιο, το μυαλό -σάματις ορίζεις το μυαλό και τις πιλάλες του;- έφερε μπροστά αυτή την ιστορία που είχες ακούσει να ιστορεί, εκείνος ο σαλός, ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της Άνω πόλης, στο διάλειμμα των λυγμών ενός κλαρίνου καθώς ο ήλιος πήγαινε να βυθιστεί στην αγκαλιά του Ιονίου, ένα δειλινό κάποιου φθινοπώρου, μιας ευτυχισμένης χρονιάς…

https://fbcdn-sphotos-h-a.akamaihd.net/hphotos-ak-frc3/q86/s720x720/14771_677592585600521_606073979_n.jpg?lvh=1

18ο

Εκείνο το γαλάζιο φόρεμα
πότε ήταν που το φόρεσες για πρώτη φορά;
Μοιάζει με τα μάτια σου, σου είχε πει,
κι εσύ τότε ήταν που γέλασες.

Το θυμάται το γέλιο σου ακόμα.
Εκείνο το γέλιο που έβγαινε βαθιά μέσα από την ψυχή σου
και από τότε, θα έβγαινε πολλές φορές
με τόσες κι άλλες τόσες ευκαιρίες.

Μόνον, εκείνο το μικρό βράχνιασμα, αυτό μάλλον δεν το πρόσεξε
Πώς να φανταστεί άλλωστε τι θα μπορούσε να σημαίνει.

Γαλάζιο το φόρεμα, όμοιο με τη γαλάζια διάφανη ματιά σου.
Να το φοράς συχνά, σε είχε προτρέψει
χωρίς να διευκρινίσει
το φόρεμα, το γέλιο ή το διάφανο γαλάζιο βλέμμα σου
τι;

17ο

Τι μπορείς να δεις μέσα σε έναν καθρέφτη;
Τι βλέπεις δηλαδή;
Τον δρόμο που άφησες πίσω;
Περιέχει και τα όνειρα;
Και δίπλα; Την καρδιά της ζωής που πάλλεται συντονισμένη σε συμπατικές αρμονικές;

Τα σύννεφα μαζεύτηκαν ξαφνικά.
Σαν κάποιο χέρι να τα κάλεσε.
Μπορεί και μ’ ένα σινιάλο
Ξέρεις, σαν εκείνο τα σινιάλα που παλιότερα και πρόσφατα όμως, ορίστηκαν και γίνανε πολιτικές εξελίξεις.
Όχι, όχι. Δεν θα σου γράψω για πολιτικές και για πολιτικούς.
Να έτσι το είπα.
Το θυμήθηκα, καθώς το φανάρι μου έκανε το δικό του σινιάλο
να ξεκινήσω.

Κρίμα.
Άλλο σκόπευα να κρατήσω στην αιωνιότητα.
Τη μουντάδα του απέναντι τοπίου.
Δεν πειράζει όμως.
Άλλωστε ώσπου να φτάσει εδώ, θα ήταν κι αυτό
ένα από τα τόσα όνειρα που έμειναν πίσω.

Κουράστηκες να τα μετράς κι αυτά
Ευτυχώς, μπορείς ακόμα να τα πλάθεις…

16ο

Έμεινε εκεί παρατημένο.
Καθώς δεν του έπρεπε.
Πάνω από μια χτένα, και κάτι πρόχειρα διπλωμένα ρούχα, ακουμπισμένο σε μια τσάντα του μπάνιου με ξενικά γράμματα
στολισμένη.
Τουλάχιστον ήταν στη σκιά.
Όχι ότι κι αυτό είχε καμια σημασία.
Δηλαδή ούτε και να ήταν άλλη η τύχη του, η πρόσκαιρη, ευελπιστούσε, θα είχε και πολλή σημασία.
Έτσι και αλλιώς ο ίδιος ο λόγος που ήταν εκεί, δεν ήταν σοβαρός.
Ούτε και ο λόγος για τον οποίο εγκαταλείφθηκε ήταν άξιος αναφοράς.
Να, για το πώς φτιάχνονται τα φασολάκια
πού είναι καλό να γίνουν τα μπάνια φέτος
ξέρεις, για τα αρθριτικά και τ’ άλλα, ο χρόνος δεν κάνει παιχνίδια πια
α και αυτό να μη το ξεχάσεις
για κείνα τα τάχα μου αστεία που λένε οι μεγάλοι
για να νιώθουν ότι μεγαλώσανε, μετρώντας την αποδοχή της ευφυίας τους με τους γέλωτες της όμοιας τους παρέας.

Όχι, ο λόγος που έμεινε εκεί, παρατημένο στη σκιά, λίγα μέτρα από την γαλήνια θάλασσα, με τις δυο σελίδες, ούτε και αυτές καλά καλά διαβασμένες, δεν ήταν σοβαρός.

δεν ήταν σπουδαίος.
Δεν ήταν καν λόγος δηλαδή.
Λόγια, που τα πήρε ο αέρας, ήταν…

15ο

Μη μιλάς στην κλειστή πόρτα.
Καθώς βλέπεις λείπει και το ρόπτρο
να ειδοποιήσεις ότι στέκεσαι
απέξω.

Μόνον άνοιξε την.
Αν μπορείς.
Αν μπορείς να αντέξεις αυτό που θα βρεις πίσω της.
Γιατί το ξέρεις αυτό που θα βρεις.
Κι ας είναι άγνωστο.

Καμιά φορά, δεν φτάνει να θέλεις.
Πρέπει και να μπορείς, να αντέξεις
αυτό που δεν θέλεις.

Μη μιλάς, μπροστά σε μια πόρτα κλειστή,
αφού τα λόγια σου, εκείνα, τότε που τα είπες, τα πήρε ο αέρας
Τι θα αλλάξει τώρα; Ίδιος είναι ο αέρας που φυσά.

Σφάλισε το στόμα· τον νου όμως άστον.
Και να θέλεις δηλαδή, εσύ δεν μπορείς να τον εμποδίσεις.
Άστον λοιπόν, να καλπάσει στις δικές του διαδρομές.
Να ξεπεράσει τα όριά σου.

Το ξάφνιασμα των λόγων που εκείνος θα ποιήσει
εσύ μπορείς να το δεχτείς·
συνηθισμένος είσαι δα από αυτές του νου τις υπερβάσεις.
Οι άλλοι όμως;

Γιαυτό σφάλισε το στόμα σου σαν πόρτα κλειστή.
Αλλά οι πόρτες δεν φτιάχτηκαν για να ανοίγουν;
ή για να κλείνουν μπήκανε στους τοίχους τάχα;

14o

Απαστράπτουσα η επιφάνεια.
Και στο βάθος, στο βάθος όσα ήταν από πάντα εκεί.
Πάντα, όσα στο βάθος ήταν εκεί, παραμένουν.
Κάποιες φορές φυσικά, δηλαδή πάντα, καθώς έτσι ορίστηκε να συμβαίνει, προστίθενται και τα νέα. Όμως τα παλιά παραμένουν. Έστω και σαν ίχνος, που χρειάζεται το έμπειρο μάτι για να τα δει.
Το μάτι είναι πάντα έμπειρο.

Όλα στη θέση τους.
Όχι όμως όπως θα τα ήθελε. Το καλύτερο που μπορούσε να έχει ήταν αυτό που είχε μπροστά του.
Αυτό επομένως θα πρέπει να θέλει.
Εξ άλλου ήταν και απόλυτα διαυγές.

Το αγέρι που φύσηξε πήρε πέρα μακρυά όλα τα ανεπιθύμητα.
Ε, ναι και πολλά από τα επιθυμητά. Πώς να το σταματήσεις όμως;

Τώρα όλα είναι ήσυχα.
Για πολύ; Μάλλον όχι.
Η, για πολύ, ησυχία δεν ήταν ποτέ καλή

Άπλωσε τον νου του ράθυμα. Μπορεί να το κάνει αυτό εύκολα πια
Την ευθύνη τώρα την έχουν άλλοι.
Και εκείνος; Πουθενά; Καμιά ευθύνη;
Εύκολο δεν είναι αυτό;
Ποιος έχει την πολυτέλεια να ζει τα εύκολα;

Οι ακτίνες του ήλιου κάνουν τον βυθό να στραφταλίζει,
τα χρώματα παίζουν με την αρμονία,
δυο χελιδόνια πέρασαν ξυστά από πάνω.

Το σώμα βάρυνε.
Το μυαλό περισσότερο.

Όλα ήταν εκεί.
Και τα καινούργια έτοιμα να εισβάλουν στη σκηνή.
Εκείνο το σκουπιδάκι στο μάτι,
άρχισε να γίνεται ενοχλητικό.
Έτσι πάντα κάνει,
όταν τα παλιά συναντιούνται με τα νέα.
Ιδίως όταν αρχίζει ο καυγάς
της μνήμης με το όνειρο…

13ο

Και να μη το ήθελε, το μυαλό της ήταν κολλημένο σ’ αυτόν.
Τον περίμενε. Της είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει.
Πόσες ελπίδες, πόσα όνειρα.
Από το πρωί, δεν την κρατούσε ο τόπος. Αν και εκεί ήταν ο τόπος. Εκεί της είχε υποσχεθεί ότι θα έλθει.
Και εκείνη, όταν της το ανακοίνωσε ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει με βία.
Ήθελε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Να μοιραστεί τη χαρά τους με όλους γύρω της.
Να μοιραστεί, αλλά μη την ξοδιάσει…

Και ύστερα, πέρασαν οι ώρες.
Ένα τηλεφώνημα, περισσότερο ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που δεν ήθελε να είναι αλήθεια, αλλά που συνήθως ήταν έτσι.
Τόση χαρά δεν ήταν γι’ αυτή. Δεν θα μπορούσε να ήταν αυτήν…
Αυτή, από πάντα, ήταν συνηθισμένη, μαθημένη πια, σ’ αυτό.
Στην κατάρρευση της τελευταίας στιγμής…
Γιατί αφέθηκε να το πιστέψει;
Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα;

Η Ελίνα αφέθηκε στη ροή το δρόμου
Τουλάχιστον, οι κατιφέδες δίπλα,τής χαμογελούσαν.
Όσο κι αν εκείνη δεν τους έδινε σημασία.
Εκείνοι κατανοούσαν…

12oν

Βήματά που οδηγούν στην άκρη.
Και μετά από εκεί;
Η λύση; Η από-λύση;
Η από-δραση;
Πόσο θα ήταν βολικό.
Το απλωμένο δίχτυ που καιροφυλακτεί, μαρτυράει άλλα.
Και ο ψαράς.
Μισοκρυμμένος κάτω από το κύμα, -κι ας είναι αυτό ελάχιστο- κάνει τη δουλειά του.
Απλώνει το δίχτυ.
Να πιαστεί ό,τι θελήσει, ό,τι προπαθήσει να ξεφύγει!

Ααα
Τα βήματα τελικά δεν σταμάτησαν στην άκρη.
Ναι, αποκαλύφθηκε.
Σκοπός τους δεν ήταν η απόδραση.
Για άλλα κινήθηκαν προς τα εκεί.
Φτιάξανε θορύβους, γέννησαν τρόμο, προξένησαν άγχη.
Για να βγουν από τις φωλιές τους κρυμμένες ψυχές.
Υπάρξεις που αγνοούν τον χρόνο…

Ωωωω
Η ώρα, γι αυτούς που να τη μετρούν τόχουν συνήθεια και γνώση, κύλησε.
Και τα κρυμμένα;
Αυτά;
Αυτά και η μοίρα τους!
Όσα φοβήθηκαν πιάστηκαν…
Τα άλλα;
Τα άλλα έμειναν για την επόμενη φορά.
Για πιο μεγάλους θορύβους.
Για μεγαλύτερο άγχος,
Για ακόμα πιο μεγάλο τρόμο.

Πέρα στην άκρη της ματιάς, τα πλεούμενα αρμενίζουν αμέριμνα
Δίπλα, η άλλη ματιά δεν μοιάζει να έχει επίγνωση του τρόμου.
Πόσα μπορεί να κατανοήσει, αν δεν είναι δικά της;

Η ζωή συνεχίζει να κατρακυλάει στην αμερημνησιά της..
Όπως πάντα και παντού συμβαίνει!
Όπως συνήθειο τόχει να πορεύεται.

11ον

Πού πηγαίνουν τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια;
Πίσω να κρυφτούν στα κατώγια της μνήμης, ή μπροστά ντυμένα στα ροζ πέπλα των αναμνήσεων;
Πόση σημασία έχει όμως;
Ο αριθμός, όπου και να βρίσκονται τα χρόνια που πέρασαν, δεν αλλάζει. Η μεταξύ τους απόσταση ίσως να ξεθωριάζει.
Πόσο χώρο πιάνουν άραγε;

Και ποιος θα καθίσει στα άδεια καθίσματα;
Αλήθεια πότε σηκώθηκαν αυτοί που καθόντουσαν εκεί;
Πόσο γρήγορα αλλάζουν οι πρωταγωνιστές…
Κι αυτοί στο βάθος;
Μήπως είναι οι ίδιοι που σηκωθηκαν από τα καθίσματα;
Ποιος ξέρει; Αλλά, και να είναι «άλλοι», τι άλλάζει;
Στο βάθος πάντα υπάρχουν αυτοί που γεμίζουν την εικόνα.
Τις πιο πολλές φορές ανυποψίαστοι για το ότι τους κατα-γράφει η Ιστορία.
Πρόσωπα υπαρκτά, με τη δική τους πραγματική ιστορία, αλλά όχι, δεν γράφει δεν θα γράψει μάλλον γι αυτούς η Ιστορία.
Τους θέλει όμως να υπάρχουν εκεί. Να τους κατα-γράφει.
Όπως και τους «ίδιους», αυτούς που σηκώθηκαν κι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, κι αυτούς η Ιστορία, τους ήθελε να είναι κατα-γραμμένοι. Κάπου στο βάθος.
Με την ανωνυμία τους να γεμίζουν τη σκηνή.
Βλέπεις, κι εκείνοι -όποιοι- για τους οποίους θα γράψει η Ιστορία, χρωστάνε την ύπαρξή τους, σε εκείνους -κυρίως εκείνους- που «απλώς» κατα-γράφονται.

Καλή η πολυλογία, αλλά απάντηση δεν ήρθε: πού πάνε τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια;
Έχεις καμιά σοβαρή απάντηση;

10ον

Συναντήθηκαν.
Χρόνια στους δρόμους, στα σοκάκια· στις δύσκολες ανηφοριές· στις κακοτράχαλες κατηφόρες. Στα ήπια ισώματα…
Τα βήματα σχεδόν πάντα συναντιώντουσαν για να φέρουν τις σκέψεις κοντά.
Γύρω από ένα τραπέζι, στη γωνιά ενός δωματίου, κάτω από τη φυλλωσιά ενός δέντρου, στην άκρη του πεζοδρομίου.
Στην ξανθή αμμουδιά μιας μικρής παραλίας…

Οι σκέψεις, αν και μπορούσαν κι αλλιώς, ακολουθούσαν κι ακολουθούν τις πιο πολλές φορές, τα βήματα, και κυρίως όταν έρθει ο καιρός τους να γεννήσουν τις αποφάσεις που φανερά ή άδηλα κυοφορούν.
Αποφάσεις που έπρεπε να εκτελεστούν, αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν.
Και μη νομίζεις. Δεν ήταν εύκολο.
Καμιά απόφαση δεν ήταν εύκολη. Ακόμα και εκείνες που φαίνονταν να είναι ειλημμένες πριν τεθεί το ερώτημα, που θα τις γεννήσει.
Οι σκέψεις, οι πρώτες και κυρίες, οι δεύτερες, οι πολλές φορές δεύτερες, έχουν την ιδιότητα να φωτίζουν. Να φωτίζουν όλες τις απόκρυφες γωνιές που θαμπώνει η λάμψη της πρώτης σύλληψης.
Και οι δεύτερες σκέψεις, οι πολλές φορές δεύτερες σκέψεις, ήταν πάντα εκεί να φωτίζουν την άλλη πλευρά. Αυτή που η συνήθεια, το κοινώς αποδεκτό, η κυριαρχούσα αντίληψη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, συνήθως σπρώχνουν στην άκρη. Αυτήν που της βάζουν και την εύκολη ταμπέλα: «ωχ αδερφέ».
Αυτή που βαθιά, πολλές φορές πολύ βαθιά-και για αυτό χρειάαζεται η πολλές φορές δεύτερη σκέψη-κρύβει τον άνθρωπο· και τις ανάγκες του.

Να όμως· τα βήματα ήρθαν και πάλι κοντά.
Και συναντήθηκαν.
Οι αποφάσεις, που πρέπει να ληφθούν πάρθηκαν.
Οι δεύτερες σκέψεις, οι πολλές φορές δεύτερες σκέψεις, θα γίνουν μετά.
Όταν τα βήματα πάρουν τις μοναχικές τους διαδρομές.
Με την ελπίδα να μην είναι αργά…

https://fbcdn-sphotos-g-a.akamaihd.net/hphotos-ak-ash2/q77/s720x720/19891_666692660023847_124728141_n.jpg?lvh=1

9oν

Απέραντη η θάλασσα.
Διστακτικά τα βήματα μέχρι να χωθείς στην αγκαλιά της.
Και να αφήσεις πίσω στην καυτή αμμουδιά λόγια, υποσχέσεις,
κρυφές επιθυμίες.

Χρώματα του καλοκαιριού, εικόνες φωτεινές.
Ήχοι που πλανεύουν.
Γεύσεις αλμυρές στις άκρες των χειλιών.
Και σε μικρές κατακόρυφες διαδρομές κάτω από τα μάτια.

«Μα και βέβαια θα… Το έχω υποσχεθεί άλλωστε.»

Πόσες υποσχέσεις δεν πήρε το θρόισμα των φύλλων… Το αγέρι που περνούσε τυχαία εκείνη την ώρα;
Πόσες υποσχέσεις δεν πνίγηκαν στης λησμοσύνης τα μαύρα νερά…

Τα βήματα κίνησαν βαριά.
Οι ώμοι, γερμένοι προς τα μπρος.
Το κεφάλι σχεδόν προσκυνώντας το στήθος.

Οι σκιές κάλυψαν το φως, μέχρι που το νέο φως άλλαξε τις γραμμές των σκιών.
Η κίνηση πιο γοργή, το κεφάλι υψωμένο να πάρει την απόστασή του, οι γερμένοι ώμοι ανοιγμένο αφήνοντας το στήθος να προταθεί.

Ο χρόνος, υπαρκτός ή όχι, κάνει τη δουλειά του.

Το έχεις συνειδητοποιήσει; Οι κύκλοι, όχι απαραίτητα ομόκεντροι, μήτε υποχρεωτικά ισοδιαμετρικοί, έχουν σημείο ταύτισης.
Η αρχή τους, ακουμπάει πάντα στο τέλος.

Και της ζωής οι κύκλοι;

8ον

Ήρθε και σωριάστηκε· αμίλητη.
Αδιάφορη.
Μπορεί και όχι.
Σίγουρα όμως χωρίς τα ροζ παπούτσια που φόραγε εχτές.
Ίσως ο χορός να σχόλασε· για πάντα.
Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε να ταξιδεύει.
Κι έμεινε το βλέμμα να πλανιέται
πέρα στις θάλασσες,
σε μακρινές στεριές.
Κι αρχίνεψαν οι σκέψεις να πηλαλάνε άλλοτε χαρούμενες, άλλοτε στης θλίψης τις πλαγιές.
Πόσοι σταθμοί, πόσα λιμάνια.
Πόσες άχρηστες συναντήσεις πριν επικυρωθεί το διαβατήριο για τον τελικό προορισμό.
Τη μοναξιά.

7ον
Θυμάσαι;
Τον χορό ξυπόλητοι πάνω στις μεγάλες πλάκες του σαλονιού;
Θυμάσαι;
Το βερμούτ, τα σαρανταπεντάρια στο πικαπ, τη φωνή του Πρίσλεϋ, του Κλιφ Ρίτσαρντ, τα μπλουζ, τα πάρτυ.
Θυμάσαι;
Όταν πηγαίναμε σχολείο, τις κοπάνες, τα μικρά μυστικά των κοριτσιών, τις χοντράδες αμηχανίας των αγοριών, τις εξομολογήσεις;
Θυμάσαι;
Τότε, που τα καλοκαίρια η θάλασσα, παρά το ότι ήταν κοντά μας, ήταν τόσο μακριά χωρίς την άδεια των γονιών;
Θυμάσαι;
Τις βουτιές από την εξέδρα, τις πατητές, την πίσα που καμιά φορά κόλλαγε πάνω μας;
Θυμάσαι;
Τους θερινούς σινεμάδες της γειτονιάς, με τη λαϊκή απογευματινή εκάστη Παρασκευή και το αγιόκλιμα να γεμίζει με μυρουδιές τη νύχτα;
Θυμάσαι;
Τους τζαμπαζήδες -αρκετές φορές κι εσύ μαζί- που σκαρφάλωναν στη μάντρα ή κοίταζαν κάτω από τη σιδερένια πόρτα;
Θυμάσαι;

Δυο ροζ παπούτσια στην ακροθαλασσιά, με πόσες αναμνήσεις μπορούν να γεμίσουν τον χώρο…

Αν τα θυμάσαι, αν με θυμάσαι
στην υγειά τους
κάτι πιες…

6ον

Το βλέμμα ασάλευτο. Το μυαλό πολλές στροφές.
Μπορεί και σαλεμένο· ποιος νοιάζεται.
Πέρα μακριά,- μπορεί σε άλλο μέρος, ίσως σε άλλη εποχή,- μάρτυρας…
Το ξέρει;

Στην άκρη του βράχου σταμάτησε.
Το κύμα άφρισε στα πόδια του.
Να θυμήθηκε τώρα;
Τα κλαμένα μάτια, τον πόνο στο στήθος από τα αναφιλητά, την απελπισία ζωγραφισμένη σε όλο το πρόσωπο…
Δεν θυμάται.
Δεν θέλει να θυμάται.

Όχι, δεν ήταν μάρτυρας.
Αυτός ήταν.

Έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος της.
Ανέμελη.
Ή έτσι φαινόταν.
Με το κεφάλι γερμένο πίσω, τα σκούρα γυαλιά να καλύπτουν το πρόσωπο,
το σώμα εκτεθειμένο στις ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου.
Και στα χάδια του Γαρμπή..
Όχι δεν θέλει να θυμάται…

Άλλωστε αυτός ένα θαλασσοπούλι είναι.
Ένας γλάρος.

Ένας γλάρος που τον λέγανε
Ορφέα;

4ον

Πανοραμική
άλλου τύπου
χαμηλής ανάλυσης
πλήρους αμεσότητας
Το καλύτερο μοντέλο μηχανής

3ον
Πειράματα
να μαζέψω τον κόσμο
γύρω μου.


2ον
Λίγο χρώμα
μωβ με ξανθό
ή κάνω πάλι λάθος
τις αποχρώσεις;


1ον Επάνοδος


Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031  

Για όσους θα ήθελαν να ..

ok

wordpress analytics